Η έννοια της «διαδικασίας» άρχισε να μπαίνει σιγά-σιγά στην καθημερινότητά μας την δεκαετία του ’90 και μάλιστα μέσα από την Πληροφορική, χέρι-χέρι με το ακρωνύμιο E.R.P. (Enterprise Resource Planning): τα E.R.P. συστήματα μαζί με την έννοια των εταιρικών «πόρων» εισήγαγαν δειλά και την έννοια της «διαδικασίας» αφού μόνο με θεσμοθετημένες διαδικασίες μέσα σε μια επιχείρηση μπορούσαν να αναδείξουν την αξία τους.
Στην συνέχεια όλο και περισσότερες επιχειρήσεις άρχισαν να πιστοποιούνται με συστήματα ποιότητας για τα οποία η «διαδικασία» αποτελούσε την απαραίτητη βάση. Πλέον, η «διαδικασία» έγινε όρος συνώνυμος με την ποιότητα και τον επαγγελματισμό και χρησιμοποιήθηκε – ίσως και υπερβολικά κάποιες φορές- για να προσθέσει αξία στην λειτουργία μιας επιχείρησης.
Σήμερα, μετά και την εμπειρία της πανδημίας, άρχισε να χρησιμοποιείται και ο όρος «πρωτόκολλο» (ή «πρωτόκολλα» στον πληθυντικό), και όχι μόνο για περιπτώσεις ιατρικών επιχειρήσεων ή εφαρμογών. Είναι ένας όρος πιο ισχυρός από την «διαδικασία» αφού τα πρωτόκολλα είναι στην ουσία συμφωνίες μεταξύ πολλών ενδιαφερομένων με κοινό αντικείμενο και συμφέροντα και καθορίζουν σειρές διαδικασιών μέσα από τις οποίες προκύπτουν βέλτιστα αποτελέσματα (η έκφραση «βέλτιστα αποτελέσματα» σημαίνει «το καλλίτερο δυνατό αποτέλεσμα με το μικρότερο δυνατό κόστος»). Βέβαια, η λέξη «πρωτόκολλο» δεν έχει ακόμα αντικαταστήσει την λέξη «διαδικασία», και δεν μπορεί κανονικά, αλλά, τολμούμε να προβλέψουμε, υπάρχει μια πιθανότητα να συμβεί και αυτό.
Αλλά είτε πρόκειται απλά για διαδικασίες είτε πρόκειται για πρωτόκολλα, το θέμα είναι ότι και τα δύο καθορίζουν τον τρόπο που λειτουργεί το ανθρώπινο δυναμικό σε ένα οργανωμένο σύστημα (επιχείρηση, οργανισμό, ομάδα γενικότερα). Εν ολίγοις, ο άνθρωπος γίνεται κομμάτι μιας μηχανής η οποία, όπως όλες οι μηχανές, μετασχηματίζει μια εισαγόμενη πρώτη ύλη σε ένα προϊόν. Και το ερώτημα είναι, πόσο ανθρώπινο είναι όλο αυτό; όχι τόσο σε σχέση με την προστασία και ευζωία του εργαζόμενου (γιατί υπάρχουν επιχειρήσεις που πραγματικά φροντίζουν και προσέχουν τους εργαζομένους τους με ιδανικό περιβάλλον εργασίας και παροχές) όσο από πλευράς -ας χρησιμοποιήσουμε τον όρο – ψυχολογικής. Προφανώς το ερώτημα δεν είναι καινούργιο, δημιουργήθηκε την εποχή της Βιομηχανικής επανάστασης όταν η βιομηχανική κουλτούρα μετέτρεψε ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας σε μια τεράστια μηχανή παραγωγής προϊόντων και οι εργάτες αποτελούσαν εξαρτήματά της. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι από την αρχή της ιστορίας η οικονομική ζωή του ανθρώπου βασίστηκε σε διαδικασίες. Αν πάρουμε για παράδειγμα την αγροτική δραστηριότητα, ο άνθρωπος ήξερε ότι το Φθινόπωρο έπρεπε να σπείρει τα δημητριακά και ότι το Καλοκαίρι έπρεπε να θερίσει. Ενσυνείδητα ή και ασυνείδητα οι κανόνες, δηλαδή οι, έστω και πρωτόγονες, διαδικασίες είχαν θεσμοθετηθεί εξ’ αρχής. Τότε όλη η οικονομική δραστηριότητα ήταν ταυτισμένη με την επιβίωση του ανθρώπου και προφανώς ηθικό/ψυχολογικό θέμα δεν υπήρχε. Η διαφορά με το σήμερα όμως είναι μεγάλη. Η παραγωγή, βιομηχανική ή βιοτεχνική ή ακόμα και οικοτεχνική αφορά κατά μεγάλο μέρος ανάγκες που δεν αφορούν επιβίωση. Για παράδειγμα η βιομηχανίες της ένδυσης (που παράγει και ρούχα όχι τόσο για προστασία από καιρικά φαινόμενα όσο για σύμπλευση με τρέχουσα μόδα και lifestyle), των τροφίμων ( που παράγει και τρόφιμα όχι τόσο χρήσιμα ή θρεπτικά αλλά απλά «καταναλωτικά»), αλλά και των κοινωνικών δικτύων (που στην ουσία αντικαθιστούν τις πραγματικά ανθρώπινες σχέσεις με ανταλλαγή και διασπορά ψηφιακών μηνυμάτων). Παράλληλα, οι διαδικασίες έχουν γίνει πολύ περισσότερο λεπτομερείς: για παράδειγμα, σε μια εμπορική επιχείρηση καταναλωτικών ειδών, που σαν τέτοια πρέπει να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο πελατοκεντρική, η γνώμη του πελάτη θεωρείται – και είναι- πολύ σημαντική, κατά συνέπεια κάθε παράπονο, κάθε πρόταση και επισήμανση των πελατών πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψη και πρωτίστως να καταγράφεται. Ή σε οποιαδήποτε επιχείρηση πρέπει να γίνεται διαχείριση κινδύνων οπότε το σύνολο του προσωπικού πρέπει να καταγράφει και να ενημερώνει για τυχόν κινδύνους που υποπίπτουν στην αντίληψή του. Πρακτικά όλα τα παραπάνω σημαίνουν αυξημένη επαγρύπνηση και διάθεση καταγραφής. Τέλος, επειδή η καταναλωτική, και όχι μόνο, ζήτηση έχει αυξηθεί, όπως έχει αυξηθεί και η αντίστοιχη παραγωγή, έχει αυξηθεί και ο ρυθμός επανάληψης των ανθρώπινων ενεργειών κατά την διάρκεια της εργασίας με αποτέλεσμα η δουλειά να χάνει σιγά-σιγά το ενδιαφέρον της και να προκαλεί μια ψυχολογική, κατά κάποιον τρόπο, πίεση στον εργαζόμενο.
Με τον όρο «ανθρώπινες», εννοούμε διαδικασίες που δεν παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα και δεν καταπονούν ανθρώπινες αντοχές, σωματικές και ψυχολογικές. Προφανώς βέβαια και επειδή ζούμε σε μια εποχή όπου όλα πουλιούνται και όλα αγοράζονται, υπάρχει η περίπτωση, όπου ακόμα και να συμβεί κάτι από τα παραπάνω θα μπορούσε να υπάρχει η αντίστοιχη ανταμοιβή (όπως υπάρχει πχ αυξημένος μισθός σε υπερωριακή εργασία, bonus για την επίτευξη στόχων κλπ), ενώ για θέματα δικαιωμάτων και καταπόνησης υπάρχει πρόνοια και έλεγχος και η νομοθεσία είναι αυστηρή. Υπό αυτή την έννοια, οι διαδικασίες παραμένουν εντός «ανθρωπίνων» πλαισίων.
Παρ’ όλα αυτά όμως, και στα πλαίσια της απόδοσης του εργαζομένου και της πιθανής ανταμοιβής σε περίπτωση αυξημένης παραγωγικότητας, υπάρχουν φορές που οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα παραβίαζαν κανόνες και διαδικασίες. Είτε από ανάγκη, είτε από φιλοδοξία και με στόχο μεγαλύτερη ανταμοιβή, ή ακόμα και για, απλά, ταχύτερη διεκπεραίωση της εργασίας του, ο εργαζόμενος, υπάρχει περίπτωση να καταπατήσει κανόνες ασφαλείας, δεοντολογία και κανόνες συμπεριφοράς, πιθανά υπό την ανοχή του εργοδότη. Υπό αυτή την έννοια και με δεδομένο ότι ο «ανθρωπισμός» χαρακτηρίζεται από ορθολογισμό, πολιτισμό και ευγένεια, θα λέγαμε ότι η λειτουργία του εργαζομένου γίνεται «αντί-ανθρώπινη» ή «μη-ανθρώπινη». Θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε (σαν συνέχεια από προηγούμενο άρθρο), ότι ο άνθρωπος μετατρέπεται ο ίδιος σε μία μηχανή απογυμνώνοντας τον εαυτό του από ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Σε πολλές δε περιπτώσεις οι επιχειρήσεις που βλέπουν την αύξηση της παραγωγικότητας, έστω και με αυτόν τον τρόπο, δεν επεμβαίνουν αφ΄ ης στιγμής είναι κατοχυρωμένες απέναντι στον νόμο έχοντας ενεργήσει τα δέοντα για την ασφάλεια και την ευζωία των εργαζομένων τους. Επειδή όμως αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι να είναι οι συνθήκες εργασίας απλά σύννομες αλλά και να προστατεύουν επί της ουσίας τους εργαζομένους, θα πρέπει κανονικά η επιχείρηση, να επεμβαίνει και να απαιτεί τήρηση κανονισμών και ενδεχομένως άγραφων κανόνων.
Επί της ουσίας λοιπόν μια διαδικασία, με τον τρόπο που καθορίζεται από ένα σύστημα ποιότητας, δεν παραβαίνει κανόνες ανθρώπινης αντοχής ή ψυχολογίας, πολύ περισσότερο που ένα σύστημα ποιότητας θεωρεί την ανθρώπινη ασφάλεια και επιχειρησιακή ευζωία σαν θέμα υψίστης σημασίας. Το θέμα όμως είναι η υπέρβαση της διαδικασίας είτε από την μεριά της επιχείρησης είτε από την πλευρά του εργαζομένου είτε και από τους δύο, χάριν κάποιου επιπλέον ενδεχόμενου κέρδους (σε χρήμα ή χρόνο). Ένας, επίσης, λόγος υπέρβασης των διαδικασιών είναι και ο ανταγωνισμός (που εξ αρχής θεωρείται θετικός παράγοντας ανάπτυξης και παραγωγικότητας), ο οποίος δεν είναι πια σκληρός μόνο μεταξύ επιχειρήσεων αλλά χαρακτηρίζει και ενδοεταιρικές συμπεριφορές μεταξύ υπαλλήλων, με την ανοχή και, κάποιες φορές, την προτροπή της επιχείρησης.