Η περίοδος των «παχέων αγελάδων» για την ελληνική οικονομία, δηλαδή το διάστημα 1990- 2008 και με την είσοδο ξένων προτύπων, διαμόρφωσε τον χαρακτήρα και τις συμπεριφορές της σύγχρονης -τότε- επιχείρησης. Στην ουσία το νέο, πολλά υποσχόμενο οικονομικό περιβάλλον – με αποκορύφωμα την περίοδο της έκρηξης του Χρηματιστηρίου, προσανατολισμένο στις υπηρεσίες και βασιζόμενο σε νέες τεχνολογίες οδήγησε σε υιοθέτηση ιδεών της νεοφυούς -για την Ελλάδα- τέχνης του management που ήδη εφαρμοζόταν στο εξωτερικό από δεκαετίες με σχετική επιτυχία. Γενικά οι ιδέες αυτές στόχευαν στην καλλίτερη διακίνηση της πληροφορίας εντός της επιχείρησης μέσα από την ενδυνάμωση της ομάδας ή καλλίτερα του ομαδικού πνεύματος και της αλληλοστήριξης. Ένα από τα «εργαλεία» για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου ήταν η προτροπή για συζήτηση επί παντός προβλήματος ή εταιρικού θέματος. Έτσι λοιπόν την εποχή εκείνη άκουγε κανείς τα στελέχη – κυρίως τα μεσαία- να εκφέρουν με ενθουσιασμό ατάκες του τύπου «βεβαίως και επικοινωνούμε συνέχεια στην εταιρεία, συζητάμε, ενώ πολλές φορές διαφωνούμε και μάλιστα έντονα». Δηλαδή ακόμα και ο ενδοεταιρικός «τσακωμός» αναφερόταν με έναν οιονεί κομπασμό λες και προσέθετε αξία στην εταιρεία ή λες και ήταν ο βασικός στόχος που θα αποδείκνυε αυτοδικαίως την αξία της εταιρείας. Πέραν όμως όλης της φιλολογίας περί ενδοεταιρικής επικοινωνίας μεταξύ των τμημάτων και των εργαζομένων η ουσία παραμένει η εξής: ότι η συζήτηση γύρω από ένα θέμα είναι το βασικό εργαλείο για να προσεγγίσουμε την λύση ενός προβλήματος ή την αποφυγή ενός κινδύνου ή τον σχεδιασμό κάποιων κινήσεων κλπ. Όμως η συζήτηση για να έχει ουσία πρέπει πάντα να πληροί στανταρντς.
Και κατ’ αρχήν πρέπει η συζήτηση να προκαλείται «επίσημα». Πρέπει δηλαδή να διεξάγεται στα πλαίσια μιας συνάντησης που κανονίζεται είτε για το συγκεκριμένο θέμα ειδικά είτε για έναν αριθμό διαφορετικών θεμάτων (μεταξύ των οποίων και το συγκεκριμένο). Αν δηλαδή η εταιρεία έχει προγραμματισμένα εβδομαδιαία ή μηνιαία meetings η συζήτηση πρέπει να γίνεται εκεί. Αν πάλι πρόκειται για κάποιο έκτακτο και επείγον θέμα πρέπει αυτός που το θέτει να αιτείται συνάντησης όπου θα διεξαχθεί η συζήτηση. Και αυτό πρέπει να γίνεται για δύο λόγους: α) για να καταγραφούν λεπτομερώς το θέμα, οι απόψεις και η λύση που θα δοθεί ώστε σε επόμενη φορά που θα εμφανιστεί το ίδιο θέμα η λύση να υπάρχει ήδη καταγεγραμμένη και ενταγμένη στις διαδικασίες και β) να δοθεί η δέουσα σημασία για την επίλυση μέσω του «τελετουργικού» τρόπου σύγκλησης, διεξαγωγής και καταγραφής του θέματος και της λύσης του. Γενικά, δεν πρέπει μια συζήτηση επαγγελματική να διεξάγεται «διαδρομικά» ή «παρεϊστικα». Βέβαια όλα τα προηγούμενα ισχύουν αναλόγως και της σπουδαιότητας του θέματος. Ένα απλό θέμα που αφορά δύο υπαλλήλους και απαιτεί μικρό χρόνο απασχόλησης-κουβέντας μπορεί να λυθεί από τους δύο συγκεκριμένους υπαλλήλους. Αν, δεν μπορέσουν αυτοί να το λύσουν τότε το θέμα μπορεί να «ανέβει στην ιεραρχία».
Στην συνέχεια, πρέπει οι συμμετέχοντες στην συζήτηση να είναι προσανατολισμένοι στο να βρουν λύση για το θέμα/πρόβλημα. Δεν πρέπει να εκλαμβάνεται μια συζήτηση ως πεδίο ανταγωνισμού εγωισμών ή ισχύος. Βέβαια, και αυτό δεν είναι θεωρία συνωμοσίας, υπάρχει πάντα η περίπτωση στα πλαίσια του εσωτερικού ανταγωνισμού σε μια επιχείρηση να «στήνεται» μια συζήτηση από κάποια στελέχη με μόνο στόχο την παγίδευση κάποιων άλλων αλλά εδώ δεν μιλάμε για τέτοιες περιπτώσεις.
Τρίτο, και ίσως πιο βασικό, ο τρόπος που διεξάγεται μια συζήτηση τέτοιου είδους (είτε πρόκειται για επαγγελματικό σκοπό είτε όχι): η συζήτηση που έχει στόχο να βρει λύση σε κάποιο πρόβλημα ή να προσεγγίσει την κατανόηση μιας κατάστασης με τρόπο αντικειμενικό οφείλει να γίνεται σε ορθολογιστική βάση. Δεν είναι δηλαδή δυνατόν να βασίζεται σε αφηρημένες σκέψεις, γενικεύσεις ή μη εξακριβωμένες πληροφορίες. Αυτά τα τρία μπορεί να «παίξουν» σε μια συζήτηση χαλαρή, κοινωνικού χαρακτήρα, με στόχο να περάσει ευχάριστα η ώρα. Εδώ να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στην επαγωγική και την παραγωγική σκέψη: η επαγωγική σκέψη είναι η σκέψη που εξάγει συμπεράσματα ξεκινώντας από ένα ειδικό θέμα και στην συνέχεια γενικεύοντας. Η παραγωγική σκέψη ξεκινάει από μια γενικά σωστή θεώρηση και εξάγει συμπεράσματα για ένα επιμέρους θέμα. Η διαφορά είναι ότι τα συμπεράσματα των επαγωγικών συλλογισμών πρέπει να ελέγχονται ως προς την ορθότητά τους. Θα λέγαμε ότι και ο ένας αλλά και ο άλλος τρόπος έχουν την αξία τους. Τους αναφέρουμε γιατί στην επιχειρηματική καθημερινότητα και με την πίεση του χρόνου επιλέγουμε να χρησιμοποιούμε επαγωγικούς συλλογισμούς, έχουμε δηλαδή την τάση να γενικεύουμε. Θα λέγαμε δηλαδή για παράδειγμα ότι: ο Χ ανταγωνιστής έχει επενδύσει στο Α προϊόν, ο Χ πουλάει μεγάλο αριθμό τέτοιων προϊόντων άρα αξίζει να επενδύει κανείς (και άρα και η εταιρεία μας) στο Α προϊόν. Στον επαγωγικό αυτό συλλογισμό μας έχουμε κάνει μια σειρά λαθών: πρώτα-πρώτα πρέπει να γνωρίζουμε εξακριβωμένα την αλήθεια των υποθέσεων που κάνουμε, να ξέρουμε δηλαδή αν ο Χ επένδυσε πραγματικά στο Α και αν πραγματικά πουλάει και σε ποιες ποσότητες. Στην συνέχεια, δεν γνωρίζουμε πως σκέφτηκε ο Χ για να επιλέξει το Α. Τρίτον δεν γνωρίζουμε αν οι υπόλοιποι ανταγωνιστές της αγοράς μας έχουν αντιληφθεί την ανάγκη προμήθειας και εμπορίας του Α προς τους πελάτες τους (πραγματικά μπορεί ο Χ να επέλεξε το Α γιατί οι δικοί του πελάτες έχουν τέτοια ανάγκη. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι πελάτες, οι δικοί μας και των υπολοίπων ανταγωνιστών έχουν κι εκείνοι την ίδια ανάγκη). Πραγματικά λοιπόν ο συλλογισμός μας αυτός είναι μια τεράστια πλάνη και θα έχει επιτυχή έκβαση από τύχη και μόνο. Ένας αντίστοιχος παραγωγικός συλλογισμός θα ήταν: το 60% των πελατών μας έχει την ανάγκη Ψ. Ένα προϊόν που ικανοποιεί την Ψ είναι το Β. Άρα θα προμηθευτούμε το Β. Μια άλλη κλασική πλάνη έχει να κάνει με τον χαρακτηρισμό των πελατών. Λέμε δηλαδή: ο πελάτης Κ είναι κακοπληρωτής. Ο πελάτης Κ έχει έδρα στον νομό Λ. Άρα όλοι οι πελάτες του νομού Λ είναι κακοπληρωτές. Η απλοποιημένη αυτή σκέψη εφαρμόζεται στους πελάτες ποικιλοτρόπως και όχι μόνο αναφορικά με την προέλευσή τους ή με την συχνότητα που πληρώνουν. Και προφανώς είναι λάθος. Παρ’ όλα αυτά και επειδή ο χρόνος είναι πολύτιμος, τέτοιου είδους γενικεύσεις είναι χρήσιμες (μέχρι βέβαια του σημείου που δεν γίνονται επικίνδυνες!). Αλλά για λήψη αποφάσεων εταιρικών, που αφορούν σχεδιασμό και επηρεάζουν μεσομακροπρόθεσμα πρέπει να χρησιμοποιούμε παραγωγικούς συλλογισμούς. Για υποθέσεις καθημερινές μικρής χρονικής εμβέλειας και μικρού σχετικά αντίκτυπου μπορούμε να χρησιμοποιούμε την επαγωγική σκέψη χάριν μάλιστα και της εξοικονόμησης χρόνου και ενέργειας. Η αντιμετώπιση ενός μέτριου πελάτη πχ μπορεί να βασιστεί σε επαγωγική σκέψη. Η αντιμετώπιση όμως ενός σημαντικού πελάτη δεν μπορεί παρά να αντιμετωπισθεί με παραγωγικό τρόπο. Επειδή υπάρχει εδώ η περίπτωση αυτού του είδους η αντιμετώπιση των πελατών να χαρακτηριστεί ως «ρατσιστική» να πούμε ότι οι χαρακτηρισμοί «μέτριος», «καλός», «κακός» δεν αντανακλούν κατ’ ανάγκη το μέγεθος του πελάτη αλλά την ποιότητά του. Γιατί – θεωρητικά – κάθε επιχείρηση πρέπει να έχει έναν τρόπο να αξιολογεί τους πελάτες της με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Η
Εν κατακλείδι, ένα βασικό εργαλείο στην σωστή οργάνωση μιας επιχείρησης είναι οι σωστές συζητήσεις. Οι οποίες οφείλουν να είναι θεσμοθετημένες, οργανωμένες, προσανατολισμένες στην πραγματική λύση και να βασίζονται σε ορθολογισμό και παραγωγική σκέψη. Και αφ’ ενός για να εμπίπτει και το ίδιο αυτό άρθρο στην σφαίρα της ορθότητας όσο και για να είναι χρήσιμο, σχολιάστε ελεύθερα!